(α)γρικώ

(α)γρικώ
(α)γρικώ
(α)γρίκησα, (α)γρικήθηκα, (α)γρικημένος
1. ακούω: Να (α)γρικάς τι σου λέω.
2. καταλαβαίνω: Όσο και να τα κάνεις λιανά, αυτός δε(ν) (α)γρικά.
γρικώ
γρίκησα, γρικήθηκα
ακούω, καταλαβαίνω: Άδικα σου μιλώ, δε γρικάς.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • γρικώ — γρικάω / γρικώ (παρατατ. συνήθως ούσα), γρίκησα βλ. πίν. 58 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • γρικώ — ( άω) βλ. γροικώ …   Dictionary of Greek

  • γροικώ — και γρικώ ( άω) βλ. αγροικώ …   Dictionary of Greek

  • γρικάω — / γρικώ (παρατατ. συνήθως ούσα), γρίκησα βλ. πίν. 58 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • (α)γροικώ — βλ. το ορθό γρικώ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”